- ετυμολογία
- Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά.
Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες του όρου ετυμολογία. Ο όρος αυτός δεν είναι ακόμα γενικά παραδεκτός από τους νεότερους γλωσσολόγους.
Η λέξη ε. εμφανίστηκε στην ελληνιστική εποχή, αλλά στη σημασία της και στις μεθόδους της ετυμολογικής επιστήμης των Ελλήνων και των Λατίνων γραμματικών υπήρχε η αντανάκλαση ιδεών πολύ παλαιότερων. Κατά τους αρχαίους, η ε. μιας λέξης ήταν η αναζήτηση της αλήθειας της λέξης αυτής και του αντικειμένου που δηλώνει η λέξη (έτυμον σημαίνει αλήθεια) και γι’ αυτόν τον λόγο η γνώση της δομής ενός ονόματος, του σχηματισμού του, έκανε ευκολότερη τη γνώση της εσωτερικής δομής του αντικειμένου που δηλώνει η λέξη. Φυσικά, προϋπόθεση μιας ετυμολογικής έρευνας με αυτήν την έννοια είναι ότι η ονομασία ενός πράγματος δεν γεννήθηκε τυχαία ή συμβατικά αλλά ότι είναι φύσει συνδεδεμένη με το πράγμα αυτό. Η ίδια η φύση (ή η θεότητα, γιατί ο Πλάτων μιλά ακριβώς για έναν μυστηριώδη θεϊκό ονοματοθέτη) είναι εκείνη που προσδίδει σε ένα αντικείμενο ή σε ένα ον –μαζί με τα ξεχωριστά φυσικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του– ένα όνομα που να ταιριάζει στην υπόστασή του. Τέτοια προϋπόθεση δεν είναι παραδεκτή σήμερα: είναι γνωστό ότι η ακολουθία των φθόγγων που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ένα πράγμα έχει συμβατική μόνο σχέση με το πράγμα αυτό (γεγονός που είχε επισημάνει ήδη ο Αριστοτέλης, του οποίου όμως η διαίσθηση έμεινε χωρίς συνέχεια στον αρχαίο κόσμο). Πράγματι, μια ονομασία που οι ανθρώπινες κοινωνίες έδωσαν σε ένα αντικείμενο κατά διαφορετικό τρόπο (ανάλογα με τη χώρα και την εποχή) δεν είναι περισσότερο αληθινή σε μια γλώσσα από όσο είναι σε μια άλλη, ούτε αντανακλά σε καμιά από αυτές την αληθινή ουσία αυτού που υποδηλώνει. Γι’ αυτό, για μας τους νεότερους, η αναζήτηση της ε. μιας λέξης δεν μπορεί να σημαίνει την αναζήτηση της αλήθειας του πράγματος που δηλώνει η λέξη αυτή.
Σήμερα εξάλλου, δεν μπορούμε να ορίσουμε την ε. ως την αρχή μιας λέξης. Αυτός ο τρόπος θεώρησης της ε. ανάγεται στις αρχές του 19ου αι., όταν –με την αποκατάσταση της ινδοευρωπαϊκής κοινής, δηλαδή της μητέρας-γλώσσας προγόνου της λατινικής, της ελληνικής, της γοτθικής, της σλαβικής, της σανσκριτικής κλπ.– ήταν δυνατό να πιστέψει κανείς ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά στην πρωταρχική γλώσσα του ανθρώπινου γένους. Σήμερα ξέρουμε ότι η οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν είναι παρά μια από τις πολυάριθμες ομογλωσσίες που υπάρχουν και ότι –όταν στις τελευταίες χιλιετίες της προϊστορικής εποχής σχηματίζονταν στις πεδιάδες που βρίσκονται ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία τα ιδιώματα από τα οποία αργότερα θα προέρχονταν οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που είναι σε μας γνωστές– το ανθρώπινο είδος υπήρχε και χρησιμοποιούσε τη γλώσσα εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Για τις γλώσσες που μιλούσε ο άνθρωπος κατά το διάστημα του τεράστιου τόξου των προϊστορικών χρόνων δεν γνωρίζουμε τίποτα το ακριβές· γνωρίζουμε όμως αρκετά πράγματα, ώστε να πούμε ότι η ινδοευρωπαϊκή μορφή μιας λέξης είναι ασφαλώς μακριά από τις πρωταρχικές γλωσσικές μορφές.
Η ε. δεν μπορεί να μας δώσει ούτε τον παλαιότερο γνωστό τύπο μιας λέξης· μας δίνει κάτι λιγότερο και κάτι περισσότερο από αυτό· κάτι λιγότερο, όταν π.χ. ένα ετυμολογικό λεξικό της ιταλικής ή της γαλλικής φτάνει μόνο μέχρι τη λατινική μορφή ενός όρου, και όχι –συνήθως– μέχρι την ινδοευρωπαϊκή (από την οποία προέρχεται η λατινική) και μέχρι την πιο αρχαία μορφή της που μας παραδόθηκε ή που μπορούμε να αναπαραστήσουμε. Έτσι, σε ένα ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής μπορεί να δοθεί ο αρχαίος τύπος της λέξης (ή και ο βυζαντινός αν υπάρχει) καθώς και η ινδοευρωπαϊκή ρίζα της. Για παράδειγμα νεοελληνικά είμαι, αρχαία ελληνικά ειμί, ινδοευρωπαϊκά esmi· νεοελληνικά φέρνω, αρχαία ελληνικά φέρω, ινδοευρωπαϊκά bhero. Κάτι περισσότερο μας δίνει, όταν η ε. δεν περιορίζεται στο να δηλώσει την προέλευση μιας λέξης, αλλά προσδιορίζει τους δρόμους που ακολούθησε η λέξη αυτή στις διαδοχικές αλλαγές των τύπων και της σημασίας της. Ένα παράδειγμα: οι γαλλικές λέξεις sou (= πεντάρα, νόμισμα ενός σολδίου), solide (= σταθερός), solde (= αμοιβή, μισθός) προέρχονται και οι τρεις από την ίδια λατινική λέξη, τη λέξη solidus (= στερεός). Ένα καλό ετυμολογικό λεξικό θα μας πληροφορήσει ότι το solidus ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους για να επιβιώσει στα γαλλικά. Αρχικά στα στόματα των εμπόρων και των στρατιωτών των όψιμων ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων δήλωνε πρώτα ένα χρυσό νόμισμα, αργότερα ευτελέστερα νομίσματα, ωσότου έφτασε να δηλώνει την κατώτερη νομισματική μονάδα και στο μεταξύ –κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα– μετασχηματίστηκε από solidus σε soldus, ωσότου κατέληξε στο γαλλικό sou. Με τη σημασία του χρήματος η λατινική λέξη solidus είχε αδιάκοπη χρήση και ακολούθησε όλες τις φωνητικές μετατροπές που σημειώνουν τη μετάβαση από τη λατινική στην αρχαία γαλλική γλώσσα και από αυτή στη νεότερη γαλλική· με τη σημασία του στερεός, αντίθετα, η λατινική λέξη σε μια ορισμένη εποχή έπαψε να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο και άρχισε πάλι να χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο από τον 16o αι., όταν οι Γάλλοι λόγιοι την επανέφεραν στην κοινή χρήση με τον τύπο solide. Τέλος, ο τύπος solde έχει επίσης διαφορετική ιστορία. Πρόκειται για εμβολιασμό στον γαλλικό γλωσσικό κορμό ενός τύπου που έζησε προηγουμένως στην Ιταλία: στον ιταλικό χώρο, το solidus με τη σημασία του χρήματος είχε πάρει τη μορφή soldo· κατά την εποχή των τυχοδιωκτικών στρατιωτικών επιχειρήσεων η λέξη είχε προσλάβει τη σημασία της αμοιβής, του μισθού. Από τους μισθοφορικούς στρατούς διαδόθηκε στη Γαλλία με τον τύπο solde.
Συνεπώς, η ε. μιας λέξης μας βοηθά στο να προσδιορίσουμε από πότε η λέξη χρησιμοποιείται με αυτόν τον τύπο, ποιον δρόμο ακολούθησε για να μπει στη χρήση, σε ποιο περιβάλλον χρησιμοποιήθηκε αρχικά περισσότερο κλπ. Η ε., δηλαδή, μιας λέξης ταυτίζεται με την ιστορία της λέξης αυτής (και των συγγενικών της) σε μια ορισμένη χρονική περίοδο.
* * *η (ΑΜ ἐτυμολογία) [ετυμολογώ]η αναζήτηση τής πρώτης ρίζας και τής αρχικής σημασίας τών λέξεωννεοελλ.1. γλωσσ. ο κλάδος τής γλωσσικής επιστήμης που ερευνά τις αρχικές μορφές (ρίζα, προσφύματα, καταλήξεις κ.λπ.) τών λέξεων, δηλ. την προέλευσή τους, τη γενετική συγγένειά τους με αντίστοιχους τύπους άλλων γλωσσών κοινής καταγωγής, καθώς και την αρχική σημασία τους2. το ετυμολόγημα, η ανεύρεση τής προελεύσεως μιας λέξεως ύστερα από έρευνα, ο καθορισμός τής προελεύσεώς της.
Dictionary of Greek. 2013.